ιδιοπραγώ

ιδιοπραγώ
ἰδιοπραγῶ, -έω (Α) [ιδιοπραγία]
1. ενεργώ σύμφωνα με τη δική μου βούληση («μηδὲν ἰδιοπραγεῑν παρὲξ τῶν προσταττομένων», Πολ.)
2. φροντίζω για τις δικές μου υποθέσεις ανεξάρτητα από τους άλλους, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτε άλλο εκτός από τα προσωπικά μου θέματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιδιοπραγμονώ — ἰδιοπραγμονῶ, έω (Α) [ιδιοπράγμων] ιδιοπραγώ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”